δερματολογικός

δερματολογικός
-ή, -ό
Ι. όποιος ανήκει ή αναφέρεται στη δερματολογία
II. επίρρ. δερματολογικώς
σύμφωνα με τα πορίσματα τής δερματολογίας ή από δερματολογική άποψη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1890 στην εφημερίδα Ακρόπολις].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • δερματολογικός — ή, ό αυτός που αναφέρεται ή ανήκει στη δερματολογία: Οι δερματολογικές παθήσεις είναι πολύ συχνές σ’ αυτούς που χρησιμοποιούν απορρυπαντικά με γυμνά χέρια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”